- αποτιλμα
- ἀπότιλμαἀπό-τιλμα-ατος τό выщипанные волосы, т.е. клок
(γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απότιλμα — ἀπότιλμα, το (Α) [αποτίλλω] αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί («γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ. ξέφτια από παλιοσακούλες) … Dictionary of Greek
ἀποτίλματα — ἀπότιλμα piece plucked off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)